- αντεπεξέρχομαι
- -ήλθα, επαρκώ σε κάτι, ανταποκρίνομαι, τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω: Με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις καθημερινές ανάγκες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντεπεξέρχομαι — αντεπεξέρχομαι, αντεπεξήλθα βλ. πίν. 214 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀντεπεξέρχομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεπεξέρχομαι — (Α ἀντεπεξέρχομαι) νεοελλ. ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα αρχ. αντεπιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι με εξακολουθητική αφομοίωση του ε σε α ή από παρετυμολογική… … Dictionary of Greek
ἀντεπεξελθόντων — ἀντεπεξέρχομαι aor part act masc/neut gen pl ἀντεπεξέρχομαι aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξῆλθε — ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξῆλθεν — ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξῆλθον — ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd pl ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξελθεῖν — ἀντεπεξέρχομαι aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξελθέτω — ἀντεπεξέρχομαι aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξελθόντας — ἀντεπεξέρχομαι aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)